παχνίζω

παχνίζω
ΝΑ [πάχνη]
(κυρίως ως τριτοπρόσ.) παχνίζει
ρίχνει πάχνη, πέφτει πάχνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάχνισμα — το [παχνίζω] 1. η πάχνη 2. μτφ. ωχρότητα, πελιδνότητα …   Dictionary of Greek

  • στιβιώ — άω, Α [στίβη (Ι)] 1. παχνίζω 2. (ως τριτοπρόσ.) στιβιᾷ πέφτει πάχνη, παχνίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”